κομψευτικός

κομψευτικός
κομψευτικός, -ή, -όν (Μ) [κομψεύω]
αυτός που γίνεται ή λέγεται με κομψό τρόπο («ἀμείβεται τὸν βασιλέα λόγοις κομψευτικοῑς», Νικ. Χιον.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”